άκοπος

άκοπος
I
(από το στερητ. α και κόπος), ακοπίαστος (βλ. λ.).
II
άκοπος, -η, -ο και άκοφτος, -η, -ο
(από το στερητ. α και κόβω), αυτός που δεν είναι κομμένος: Τα φύλλα του βιβλίου είναι άκοπα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄκοπος — unwearied masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκοπος — (I) η, ο (Α ἄκοπος, ον) (και άκοβος, η, ο) αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο ολόκληρος νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη ρίζα, τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά κ.λπ.) 2. όποιος δεν… …   Dictionary of Greek

  • ἀκοπώτερον — ἄκοπος unwearied masc acc comp sg ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc comp sg ἄκοπος unwearied adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπώτατα — ἄκοπος unwearied adverbial superl ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπώτατον — ἄκοπος unwearied masc acc superl sg ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόπως — ἄκοπος unwearied adverbial ἄκοπος unwearied masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκοπον — ἄκοπος unwearied masc/fem acc sg ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπωτέρους — ἄκοπος unwearied masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπωτέρως — ἄκοπος unwearied masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοπώτερα — ἄκοπος unwearied neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”